παιγμοσύνη

παιγμοσύνη
παιγ-μοσύνη, , poet. = foreg., Stesich.50 (pl.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παιγμοσύνη — παιγμοσύνη, ἡ (Α) (ποιητ. τ.) εμπαιγμός, σκώμμα, πείραγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖγμα + κατάλ. οσύνη (πρβλ. πραγμ οσύνη)] …   Dictionary of Greek

  • παιγμοσύνας — παιγμοσύνᾱς , παιγμοσύνη fem acc pl παιγμοσύνᾱς , παιγμοσύνη fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”